- ἐπίμαστος
- ἐπί - μαστος (ἐπιμαίομαι): of one who has been handled, hence ‘filthy,’ ἀλήτης, Od. 20.377†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επίμαστος — ἐπίμαστος, ον (Α) [επιμαίομαι] ζητιάνος («οἷον μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐπίμαστος — sought out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμαστον — ἐπίμαστος sought out masc/fem acc sg ἐπίμαστος sought out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)